- αλείτης
- ἀλείτης, ο (Α)1. (για τον Πάρι και τούς μνηστήρες τής Πηνελόπης) αμαρτωλός, ανόσιος, κακούργος2. αυτός που δεν φέρθηκε σωστά σε κάποιον, που έσφαλε απέναντί του.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνήθως το επίθ. συνδέεται με λ. από τη γερμανική οικογένεια, όπως το αρχ. γερμ. leid «μισητός, απεχθής», το νεώτερο γερμ. Leid «θλίψη, πόνος» και το αρχ. σκανδιναβ. [leidr «δυσάρεστος, μισητός» — το αρκτικό α- τής λ. πιθ. να είναι προθετικό. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα (-οι-) τής ρίζας τής λ. ἀλείτης πρέπει να προέρχεται και το επίθ. τού θανάτου ἀλοίτης «εγκληματικός», επομένως «σκληρός, απάνθρωπος». Με τη μηδενισμένη βαθμίδα (-ι-) τής ίδιας ρίζας, εξάλλου, συνδέονται και οι αοριστικοί τ. ἤλιτεν, ἠλίτετο, που απαντούν στο έπος και στα χορικά τού Αισχύλου, από όπου υποχωρητικά και ο ενεστωτικός τ. ἀλιταίνω «αμαρτάνω, αδικώ, βλάπτω». Τέλος, με την ίδια ρίζα πρέπει να συνδέονται και τα επίθ. ἀλιτήριος «ανόσιος, αμαρτωλός, ένοχος» και ἀλιτρός «αμαρτωλός, κακός, φαύλος». Η ρίζα ἀλίτ-, από την οποία ερμηνεύονται οι ρηματικοί τ., θεωρείται βάση ολόκληρης τής ετυμολογικής αυτής ομάδας. Οι επιθετικοί τ. ἀλεί-της, ἀλι-τή-ριος (πρβλ. θελκ-τήριος, ἱκε-τήριος, λυ-τή-ριος), ἀλι-τρός (πρβλ. ἰα-τρός, δαιτρός) θεωρούνται μεταγενέστεροι σχηματισμοί].
Dictionary of Greek. 2013.